Griechisch | Ungarisch |
---|---|
ελεύθερο | szabad◼◼◼ |
ελεύθερο εμπόριο | |
ελεύθερο εμπόριο/ελεύθερες συναλλαγές | |
ελεύθερο λογισμικό | |
ελεύθερος | szabad◼◼◼ szabadul◼◻◻ mentes◼◻◻ kötetlen◼◻◻ |
ελεύθερος (-η-ο) | |
ελεύθερος (eléftheros) | szabad◼◼◼ |
ελεύθερος σκοπευτής | |
δραστηριότητα κατά τον ελεύθερο χρόνο | |
είσαι ελεύθερος / ελεύθερη ...; | |
είσαι ελεύθερος/η; | |
εελεύθερος / ελεύθερη | |
θα έιμαι ελεύθερος / ελεύθερη μετά το μεσημεριανό | |
τίποτα ελεύθερο | |
φιλελεύθερος |