Griechisch | Ungarisch |
---|---|
εικόνα | ábra◼◼◼ szempont◼◼◻ rálátás◼◻◻ táblázat◼◻◻ lap◼◻◻ fénykép◼◻◻ arculat◼◻◻ rajz◼◻◻ felvétel◼◻◻ imázs◼◻◻ tábla◼◻◻ ábrázol◼◻◻ képzet◼◻◻ nézet◼◻◻ elképzelés◼◻◻ arc◼◻◻ kilátás◼◻◻ látás◼◻◻ szándék◼◻◻ álláspont◼◻◻ |
εικόνα (ikóna) | kép◼◼◼ |
εικόνα (η) | kép◼◼◼ |
αντίληψη του περιβάλλοντος/(ιδεατή) εικόνα | |
βελτίωση (ενίσχυση, εμπλουτισμός) εικόνας | |
διήθηση εικόνας | |
η εικόνα | kép◼◼◼ |
ο κλέφτης έχωσε μία εικόνα κάτω από το παλτό του | |
ταξινόμηση εικόνας | |
τεχνική ψηφιακής επεξεργασίας εικόνας | |
ψηφιακό σύστημα επεξεργασίας εικόνας |