Griechisch | Ungarisch |
---|---|
διαχείριση | kezelés◼◼◼ igazgatás◼◼◼ szolgáltatás◼◼◻ gazdálkodás◼◼◻ vezetés◼◼◻ szervezés◼◼◻ nyújtás◼◼◻ közigazgatás◼◼◻ kormány◼◼◻ menedzsment◼◻◻ kormányzat◼◻◻ ügyintézés◼◻◻ bánásmód◼◻◻ intézés◼◻◻ vezérlés◼◻◻ bonyolítás◼◻◻ beadás◼◻◻ |
διαχείριση (της) κρίσης | |
διαχείριση (των) πόρων | |
διαχείριση ανθρώπινων οικισμών | |
διαχείριση και σχεδιασμός χρήσης γαιών | |
διαχείριση κύκλου ζωής | |
διαχείριση ορέων | |
διαχείριση περιουσίας (περιουσιακών στοιχείων) | |
διαχείριση της αλιείας | |
διαχείριση της ενέργειας | |
διαχείριση της ποιότητας του αέρα | |
διαχείριση του δάσους | |
διαχείριση του τοπίου | |
διαχείριση των φυσικών πόρων | |
διαχείριση/διοίκηση/διεύθυνση/διοικητική | |
γεωργική διαχείριση | |
δημοσιονομική (οικονομική) διαχείριση | |
δημοτική διαχείριση υδάτων/διαχείριση υδάτων | |
διπλή διαχείριση (των) αποβλήτων | |
ενοποιημένη διαχείριση | |
κανονισμός της ΕΚ σχετικά με την οικολογική διαχείριση και |