Griechisch | Ungarisch |
---|---|
δέχομαι | |
δέχομαι (-τώ) | elfogad◼◼◼ fogad◼◼◻ |
δέχομαι μια προσφορά | |
(belát) παραδέχομαι (-τώ), (bevall) ομολογώ (-ήσω), εξομολογούμαι (-ηθώ) | |
(diplomát) αναγνωρίζω (-σω), (hibát) παραδέχομαι (-τώ) | |
αποδέχομαι | elfogad◼◼◼ |
διαδέχομαι | |
καταδέχομαι | |
παραδέχομαι | |
πώς δέχτηκαν τα νέα; (vkit) υποδέχομαι (-τώ) | |
υποδέχομαι |