Griechisch | Ungarisch |
---|---|
γη | terület◼◼◼ talaj◼◼◻ ország◼◻◻ pálya◼◻◻ |
Γη | |
γηγενής | honos◼◼◼ |
γηραιός | |
γηρατειά | |
γηριατρική | geriátria◼◼◼ |
άδεια οδήγησης | jogosítvány◼◻◻ |
άεργη αντίσταση | reaktancia◼◼◼ |
άνεργος / άνεργη | |
έξω για φαγητό | |
έχετε δίπλωμα οδήγησης που να ισχύει; | |
έχετε ζεστό φαγητό; | |
έχετε περάσει τις εξετάσεις οδήγησης; | |
έχω πολύ λίγη ενέργεια | |
αδικαιολόγητος | indokolatlan◼◼◼ |
αιτιολόγηση | |
αλγηδόνα | |
αλληλεπίδραση μεταξύ Γης και Ηλίου | |
ανάλγητος | |
αναλγητικό | |
αναλγητικός | |
ανοσιούργημα |