Griechisch | Ungarisch |
---|---|
βλέπω | |
βλέπω (vlépo) | |
βλέπω (δω, είδα) | |
βλέπω έμαθες γρήγορα το καλό | |
βλέπω είσαι πολύ γνώστης του θέματος, (tapasztalt) έμπειρος (-η-ο) | |
βλέπω κάποιον / κάποια | |
από τη μια πλευρά / αφ’ ενός μεν χαίρομαι ότι σε βλέπω, από την άλλη πλευρά / αφ’ ετέρου δε ξέρω ότι θα έπρεπε να είσαι αλλού | egyfelől örülök, hogy látlak, másfelől tudom, hogy máshol kéne lenned |
δε βλέπω τη στιγμή να | |
επιβλέπω | |
επιβλέπων | felügyelő◼◼◼ |
μια χαρά σε βλέπω / μια χαρά σας βρίσκω | |
μου αρέσει να βλέπω ποδόσφαιρο | |
ξεσυνήθισα να βλέπω τηλεόραση το βράδυ | |
παίρνω (πάρω, πήρα) είδηση/χαμπάρι, βλέπω (δω, είδα), (észlel) αντιλαμβάνομαι (αντιληφθώ), καταλαβαίνω (καταλάβω) | |
χαίρομαι που σε βλέπω! / χαίρομαι που σας βλέπω |