Griechisch | Ungarisch |
---|---|
αυτοκίνητο | gépkocsi◼◼◻ kocsi◼◻◻ vagon◼◻◻ |
Αυτοκίνητο | autó◼◼◼ |
αυτοκίνητο (aftokínito) | kocsi◼◼◼ |
αυτοκίνητο (το) | autó◼◼◼ |
αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως/Ι.Χ. | |
αυτοκίνητο όχημα/όχημα με κινητήρα | |
από που μπορώ να νοικιάσω ένα αυτοκίνητο; | |
αυτό το αυτοκίνητο έχει ...; | |
δεν χωράμε όλοι στο αυτοκίνητο / το αυτοκίνητο δεν μας χωράει/παίρνει όλους | |
επιβατικό αυτοκίνητο | gépkocsi◼◼◼ |
εταιρικό αυτοκίνητο | |
θα ήθελα ένα εισητήριο για ένα αυτοκίνητο και δυο επιβάτες | |
θα ήθελα να νοικιάσω ένα αυτοκίνητο | |
καθαρό αυτοκίνητο | |
μεταχειρισμένο αυτοκίνητο | |
μπες στο αυτοκίνητο! | |
μπορώ να σε πάω με το αυτοκίνητο σπίτι; | |
ποιανού είναι το αυτοκίνητο; | |
το αυτοκίνητο, το αμάξι | |
το αυτοκίνητο μου έχει χαλάσει | |
το αυτοκίνητο μου δεν παίρνει μπρος | |
φορτηγό αυτοκίνητο | teherautó◼◼◼ |