Griechisch | Ungarisch |
---|---|
αυτοκράτορας | |
αυτόν βρήκες να πας μαζί σου | |
Αυτόνομος θύλακας Τσουκότκα | |
αυτόπτης μάρτυρας | szemtanú◼◼◼ |
αυτός είναι ο εταιρικός σας αριθμός | |
αυτόχειρας | |
αυχένας | nyak◼◼◼ |
Αχιλλέας | |
αχίλλειος τένοντας | |
αχυρώνας | |
βαθμός οξύτητας | |
Βαρνάβας | |
Βασίλειο της Δανίας | |
Βασίλειο της Ισπανίας | |
Βασίλειο της Νορβηγίας | |
Βασίλειο της Σουηδίας | |
Βασίλειος Καισαρείας | |
βασιλιάς | |
βασιλιάς (vasiliás) | |
βασιλιάς (ο, tsz. βασιλιάδες) | |
Βασιλιάς Αρθούρος | |
βασιλικός γύπας | |
βατήρας | ugródeszka◼◼◼ |
βαφέας | festő◼◼◼ szobafestő◼◼◼ |
βελτίωση (ενίσχυση, εμπλουτισμός) εικόνας | |
βελτίωση της αποτελεσματικότητας | |
βενζινοκινητήρας | benzinmotor◼◼◼ |
βήχας | |
βήχας (ο) | köhögés◼◼◼ |
βιοαντιδραστήρας | bioreaktor◼◼◼ |
βιολοντσελίστας | |
βιομηχανία επεξεργασίας τροφίμων/βιομηχανία |