Griechisch | Ungarisch |
---|---|
ακουστικό | fejhallgató◼◼◼ vevőkészülék◼◻◻ fülhallgató◼◻◻ |
ακουστικό σύστημα | |
ακουστικό τύμπανο | |
ακουστικό φίλτρο | |
ακουστικός | akusztikus◼◼◼ |
ηχοβιβλίο, βιβλίο ήχου, ακουστικό βιβλίο, ομιλούντα βιβλία | |
θα θέλατε έναν ακουστικό-οδηγό; | |
οπτικοακουστικός | |
οπτικοακουστικός εξοπλισμός | |
οπτικοακουστικός τομέας |