Griechisch | Ungarisch |
---|---|
Έδαφος | Talaj◼◼◼ |
έδαφος | alap◼◼◼ szóló◼◼◻ terep◼◼◻ kezd◼◼◻ padló◼◼◻ pálya◼◻◻ háttér◼◻◻ földelés◼◻◻ |
έδαφος (το) | terület◼◼◼ |
έδαφος οριακής απόδοσης | |
αλκαλικό έδαφος | |
Βρετανικό Έδαφος του Ινδικού Ωκεανού | |
επέμβαση στο έδαφος | |
επικράτεια/έδαφος/περιοχή | |
η γη, (talaj) το έδαφος, το χώμα, (telek) το κτήμα, το χωράφι | |
μολυσμένο έδαφος | |
υπέδαφος | altalaj◼◼◼ földalatti◼◻◻ |