Griechisch | Ungarisch |
---|---|
άτομο | személy◼◼◼ magánszemély◼◼◻ ember◼◻◻ egyedi◼◻◻ egyed◼◻◻ egyéni◼◻◻ senki◼◻◻ valaki◼◻◻ |
άτομο (το) | egyén◼◼◼ |
άτομο τρίτης ηλικίας/ηλικιωμένος | |
(személy) το άτομο | |
20 ευρώ το άτομο | |
δέκα ευρώ το άτομο | |
εκτοπισθείς (εκτοπισμένο άτομο) | |
μειονεκτούν άτομο/άτομο με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ) | |
νεαρό άτομο | fiatal◼◼◼ |
συγκατοικώ με άλλο ένα άτομο | |
το άτομο |