Griechisch | Ungarisch |
---|---|
άνθρακας | szén◼◼◼ lépfene◼◻◻ faszén◼◻◻ |
Άνθρακας | Szén◼◼◼ |
άνθρακας (ánthrakas) | lépfene◼◼◼ |
αλειφατικός υδρογονάνθρακας | |
αλικυκλικός υδρογονάνθρακας | |
αλογονωμένος υδρογονάνθρακας | |
αρωματικός υδρογονάνθρακας | |
γαιάνθρακας | kőszén◼◼◼ |
γαιάνθρακας/κάρβουνο | |
διαλυμένος οργανικός άνθρακας | |
ενεργός άνθρακας | aktív szén◼◼◼ |
λιθάνθρακας | szén◼◼◼ |
μερικώς αλογονωμένος χλωροφθοράνθρακας | |
οπτάνθρακας | koksz◼◼◼ |
οπτάνθρακας/κωκ/κοκαΐνη | |
οργανικός άνθρακας | szerves szén◼◼◼ |
πολυκυκλικός αρωματικός υδρογονάνθρακας | |
πολυκυκλικός υδρογονάνθρακας | |
τύρφη/ποάνθρακας | |
χλωριωμένος υδρογονάνθρακας | |
χλωροφθοράνθρακας |