Gréčtina-Maďarčina slovník »

föld znamená v Maďarčina

GréčtinaMaďarčina
(földről, járműre) παίρνω (πάρω, πήρα), (ruhát) βάζω (-λω), φορώ (-άω, -έσω), (munkahelyre) προσλαμβάνω (προσλάβω)

felvesz

ξένος-η-ο, αλλοδαπός-ή-ό, külföldi út ταξίδι στο εξωτερικό

külföldi