Gréčtina | Maďarčina |
---|---|
φαίνομαι | |
φαίνομαι (φανώ, φάνηκα) | |
φαινομενικά | látszólag◼◼◼ ránézésre◼◻◻ |
φαινομενικός | látszólagos◼◼◼ |
φαινόμενο | jelenség◼◼◼ hatás◼◼◻ okoz◼◻◻ következmény◼◻◻ elér◼◻◻ effektus◼◻◻ eredményez◼◻◻ hatály◼◻◻ |
φαινόμενο θερμοκηπίου | üvegházhatás◼◼◼ |
Φαινόμενο Ντόπλερ | |
Φαινόμενο της πεταλούδας | |
φαινόμενο της πεταλούδας | |
Φαινόμενο του θερμοκηπίου | Üvegházhatás◼◼◼ |
φαινόμενο του θερμοκηπίου | |
φαινομενολογία | |
φαινότυπος | fenotípus◼◼◼ |
Φαινυλκετονουρία | |
φαιό | szürke◼◼◼ |
φαιός | |
φάκα | |
φακελάκι | |
φάκελος | dosszié◼◼◼ akta◼◼◻ ügyirat◼◼◻ boríték◼◼◻ fájl◼◻◻ adatállomány◼◻◻ állomány◼◻◻ vonal◼◻◻ |