Gréčtina | Maďarčina |
---|---|
στο σπίτι | otthon◼◼◼ |
γυρίζω (-σω) (στο σπίτι), έρχομαι (έρθω, ήρθα) (στο σπίτι) | |
γυρίζω (-σω) (στο σπίτι), πηγαίνω (πάω, πήγα) (στο σπίτι) | |
είναι στο σπίτι ο Κώστας; - δε νομίζω | |
ελπίζω να είσαι στο σπίτι μου στις 5 | |
η πατρίδα, hova mész? – haza πού πας; - (στο) σπίτι | |
θέλεις να πάμε πίσω στο σπίτι μου; | |
κάνετε παράδοση στο σπίτι | |
σαν στο σπίτι σου / σαν στο σπίτι σας | |
στις 5 θα είμαι στο σπίτι σου, | |
χημική ουσία που χρησιμοποιείται στο σπίτι |