Gréčtina | Maďarčina |
---|---|
Πράσινο | Zöld◼◼◼ |
πράσινο | |
πράσινο (prásino) | zöld◼◼◼ |
Πράσινο Ακρωτήριο | Zöld fok◼◼◼ |
Πράσινο Ακρωτήριο (Prásino Akrotírio) | |
πράσινο κτήριο | |
πράσινο κύμα | |
πράσινο λαχανικό | |
πράσινος | zöld◼◼◼ |
πράσινος (-η) διάδρομος/δίοδος/λωρίδα | |
πράσινος (-η-ο) | zöld◼◼◼ |
πράσινος (prásinos) | zöld◼◼◼ |
πράσινος (περιβαλλοντικός) δείκτης | |
ανοιχτό πράσινο | világoszöld◼◼◼ |
σκούρο πράσινο | sötétzöld◼◼◼ |