Gréčtina | Maďarčina |
---|---|
οικοδομικός | építőipar◼◼◼ építés◼◻◻ építési◼◻◻ |
οικοδομικός κανονισμός | |
οικοδομώ | |
οικοζώνη/περιοχή οικολογικού ενδιαφέροντος | |
Οικολογία | Ökológia◼◼◼ |
οικολογία | |
οικολογία (oikología) | ökológia◼◼◼ |
οικολογία του ανθρώπου | |
οικολογία του εδάφους | |
οικολογία του τοπίου | |
οικολογία των πληθυσμών | |
οικολογία των φυτών | |
οικολογία υγροτόπων | |
οικολογικά ευαίσθητη περιοχή | |
οικολογική ανάπτυξη | |
οικολογική ανισότητα | |
οικολογική αξιολόγηση | |
οικολογική απογραφή | |
οικολογική αφθονία | |
οικολογική ισορροπία | |
οικολογική καταστροφή | |
οικολογική κοινότητα | |
οικολογική λογιστική | |
οικολογική παιδιατρική | |
οικολογική παράμετρος | |
οικολογική προσαρμογή | |
οικολογική φωλεά | |
οικολογικό αποτύπωμα | |
οικολογικό κίνημα | |
οικολογικό μάρκετινγκ (οικολογική αγοραστική) | |
οικολογικό μουσείο | |
οικολογικό σήμα | ökocímke◼◼◼ |
οικολογικό σήμα της ΕΚ | |
οικολογικός | ökológiai◼◼◼ |