Gréčtina | Maďarčina |
---|---|
οικοδομή | építés◼◼◼ építkezés◼◼◻ |
οικοδομήσιμη γη | |
ανέγερση εγκατάστασης (οικοδομής) | |
βιομηχανία υλικών οικοδομής | |
η οικοδομή | |
ο δήμος συνεισέφερε πολλά λεφτά στην οικοδομή, (jóváhagy) συναινώ (-έσω), εγκρίνω (+tárgyeset vmihez) | |
πώς πάει η οικοδομή; | |
τοιχοποιία/πλινθοδομή/οικοδόμηση/οικοδομή |