Gréčtina | Maďarčina |
---|---|
κανό | kenu◼◼◼ kajak◼◻◻ |
κανόνας | szabály◼◼◼ előírás◼◻◻ rendelet◼◻◻ elv◼◻◻ alapszabály◼◻◻ szabályoz◼◻◻ mérték◼◻◻ alapelv◼◻◻ |
κανόνας ρύπανσης | |
κανόνας/μέτρο/τύπος/πρότυπο | |
κανόνι | gránát◼◼◼ |
κανόνισε να είναι όλα εντάξει! | |
(megfelelő) κατάλληλος-η-ο, (képes) ικανός (-ή-ό) | |
ακανόνιστος | |
Αμερικανός | amerikai◼◼◼ |
ανάλυση/διακριτική ικανότητα (παράμετρος) | |
ανικανότητα | |
Αφρικανός | afrikai◼◼◼ |
Βατικανό | Vatikánváros◼◼◻ |
δίκαιο (σύνολο κανόνων δικαίου) | jog◼◼◼ |
δικαστική απόφαση/δικαστικός κανόνας | |
δοκιμασία για ανίχνευση ικανότητας καρκινογένεσης |