ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

tetszik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
tetszik

όπως◼◼◼

αγαπώ

αρέσει

αρέσω

σαν

συμπαθώ

όμοιος

tetszik a ruhád

μου αρέσει το ντύσιμό σου

tetszik vkinek, szeret vki vmit; ízlik vkinek

αρέσω

jobban tetszik

(μου) αρέσει πιο πολύ / περισσότερο

kedvelem ...; ... tetszik nekem

μου αρέσει να ...

Lamia kevésbé tetszik, mint Katerini

η Λαμία μου αρέσει λιγότερο από την Κατερίνη

nem kedvelem ...; ... nem tetszik nekem

δεν μου αρέσουν ...

nem tetszik, ahogy beszélsz

δε μ’ αρέσει ο τρόπος που μιλάς

nem tetszik a színe

δεν μου αρέσει το χρώμα