ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

szerkesztő σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
szerkesztő

συντάκτης◼◼◼

επιμελητής◼◻◻

Dokumentumszerkesztő

Επεξεργαστής εγγράφου

szerkesztő

αρχισυντάκτης◼◼◼

αρχισυντάκτρια◼◻◻

szövegszerkesztő

επεξεργασία◼◼◼

web processor

επεξεργαστής κειμένου

Το ιστορικό σας