ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

sára σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
Sára

Σάρα

felső erősáramú vezeték

εναέρια γραμμή (μεταφοράς ενέργειας)

Το ιστορικό σας