ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

pusztulás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
pusztulás

καταστροφή◼◼◼

pusztulás, katasztrófa

καταστροφή (η)

erdőpusztulás

καταστροφή (φθορά) του δάσους

erdőtakaró pusztulása

απομείωση της δασοκάλυψης

halpusztulás

θανάτωση ιχθύων

környezet pusztulása

υποβάθμιση του περιβάλλοντος

természeti erőforrások pusztulása

υποβάθμιση των φυσικών πόρων

édesvízi pusztulás

υποβάθμιση των γλυκέων υδάτων

ökoszisztéma pusztulása

υποβάθμιση του οικοσυστήματος

Το ιστορικό σας