ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

porta σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
porta

αυλόπορτα

εξώθυρα

εξώπορτα

θύρα

πόρτα

πύλη

portalanítás

αποκονίωση/αφαίρεση (απομάκρυνση) της σκόνης

Port-au-Prince

Πόρτ-ο-Πρένς