ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

polivinilklorid (pvc) σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
polivinilklorid (PVC)

πολυχλωρίδιο του βινυλίου◼◼◼

Το ιστορικό σας