ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

nyugtalan σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
nyugtalan

αγχώδης

ανήσυχος

nyugtalanság

αναταραχή◼◼◼

nyugtalanít

ανησυχία◼◼◼

Το ιστορικό σας