ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

legutóbbi σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
legutóbbi

τελευταίος◼◼◼

πρόσφατος◼◼◼

τελικά◼◼◻

utolsó, legutóbbi

τελευταίος (-α-ο)

Το ιστορικό σας