ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

lőfegyver σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
lőfegyver

όπλο◼◼◼

πυροβόλο◼◼◼

πυροβόλο όπλο◼◼◻

Το ιστορικό σας