ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közkedvelt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közkedvelt

δημοφιλής-ής-ές, αγαπητός-ή-ό στο κοινό

Το ιστορικό σας