ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

közegészség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
közegészség

δημόσια υγεία◼◼◼

közegészségügyi berendezés

εγκατάσταση υγιεινής