ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

kötelesség σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
kötelesség

πρέπει◼◼◼

υποχρέωση◼◼◼

καθήκον◼◼◻

καθήκον (kathíkon)◼◼◻

ευθύνη◼◼◻

η υποχρέωση◼◼◻

χρέος

hivatalos kötelesség

επίσημο καθήκον

Το ιστορικό σας