ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

gőg σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
gőg

αγερωχία

αλαζονεία

μεγαλοφροσύνη

περηφάνια

υπεροψία

gőgös

αλαζονικός

κορδωτός

υπεροπτικός

hörgőgyulladás

βρογχίτιδα

βρογχίτις

Το ιστορικό σας