ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

fon σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
fon

γνέθω

πλέκω (-ξω)

fonal

νήμα◼◼◼

μαλλί◼◼◼

σχοινί◼◻◻

σύρμα◼◻◻

κλωστή◼◻◻

κορδόνι◼◻◻

σειρά

fonalféreg

νηματώδεις◼◼◼

fon

φοντί

fonetika

φωνητική

fonetikus

φωνητικός

fonológia

φωνολογία

font

λίρα (η)◼◼◼

βιβλίο

κιτάπι

μνα

font sterling

στερλίνα

fontolgat

θεωρώ

fontos

σημαντικό◼◼◼

σημαντική◼◼◼

σημαντικός◼◼◻

ύλη◼◻◻

μεγάλος◼◻◻

κλειδί◼◻◻

μείζων◼◻◻

σοβαρός

σπουδαίος

σπουδαίος (-α-ο)

fontos, jelentős

σπουδαίος (-α-ο)

fontosság

σημασία◼◼◼

σπουδαιότητα◼◼◻

σχέση◼◼◻

αξία◼◻◻

βάρος◼◻◻

έννοια◼◻◻

συνάφεια◼◻◻

τιμή

σημαντικότητα

12

Το ιστορικό σας