ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

darálás σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
darálás

άλεση◼◼◼

άλεσμα◼◼◻

τρόχισμα◼◼◻

ισοπέδωση

λείανση

πολτοποίηση

darálási maradék

υπόλειμμα άλεσης (τροχίσματος)

Το ιστορικό σας