ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

beköt σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
beköt

δένω (-σω), kössék be magukat! προσδεθείτε!

bekötő út

οδική πρόσβαση

Το ιστορικό σας