ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

bízik σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
bízik

εμπιστοσύνη◼◼◼

(vkben) εμπιστεύομαι (-τώ)(+tárgyeset), (vmben), έχω εμπιστοσύνη

εμπιστεύομαι

καταπίστευμα

(+ tárgyeset) megbízik vmiben

εμπιστεύομαι

megbízik

εμπιστοσύνη◼◼◼

πίστωση◼◻◻

εμπιστεύομαι

καταπίστευμα

Το ιστορικό σας