ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

amatőr σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
amatőr

ερασιτεχνικά◼◼◼

ερασιτέχνης

ερασιτεχνικός

amatőrizmus

ερασιτεχνία

ερασιτεχνισμός

Το ιστορικό σας