ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

akut σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
akut

οξύς◼◼◼

a kutya ugat, a karaván halad

τα σκυλιά αλυχτούν μα το καραβάνι προχωρά

jakut

γιακουτικά

Το ιστορικό σας