ουγγρικά-ελληνικά λεξικό »

öblít σημαίνει σε ελληνικά

ουγγρικάελληνικά
öblít

ξέπλυμα◼◼◼

ξεβγάζω

ξεπλένω

öblítő

μαλακτικό ρούχων

ki/átöblítés

έκπλυση

szeretné kiöblíteni a száját?

θέλετε να ξεπλύνετε το στόμα σας;

átöblítés

έκπλυση◼◼◼

Το ιστορικό σας