ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

παραλείπω (-ψω) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
παραλείπω (-ψω)

elmulaszt

παραλείπω (-ψω), χάνω (-σω)

kihagy