ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

οξύ σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
φορμικό οξύ

hangyasav◼◼◼

χημική διάβρωση/χάραξη/χαρακτική με οξύ

maratás

123