ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δουλεύω (-ψω), εργάζομαι (-στώ) σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δουλεύω (-ψω), εργάζομαι (-στώ)

dolgozik

Το ιστορικό σας