ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

δορά σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
δορά

bőr◼◼◼

Δοράς

Aranyhal

Aranyhal csillagkép

εκδορά

horzsolás◼◼◼

karcolás◼◼◻

πορεία/πλεύση/ροή/εκδορά

tengeri hajózás