ελληνικά-ουγγρικά λεξικό »

βλαβερός σημαίνει σε ουγγρικά

ελληνικάουγγρικά
βλαβερός

káros

βλαβερός-ή-ό, επιβλαβής-ής-ές

ártalmas

παράσιτο (βλαβερός οργανισμός) του δάσους

erdő kártevő