Ungersk-Grekisk ordbok »

vezet betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
törvénytervezet

νομοσχέδιο◼◼◼

σχέδιο νόμου◼◼◼

úgynevezett

αποκαλούμενος◼◼◼

λεγόμενος◼◼◻

αυτοαποκαλούμενος

δήθεν

ügyvezető

διευθυντής◼◼◼

εκτελεστικός◼◼◼

διαχειριστής◼◼◻

üzletvezető

μαγαζάτορας

van érvényes vezetői engedélye?

έχετε δίπλωμα οδήγησης που να ισχύει;

van itt vezeték nélküli internetcsatlakozás?

έχετε εδώ

vannak ma vezetett túrák?

γίνονται ξεναγήσεις σήμερα;

védett tengeri övezet

προστατευόμενη θαλάσσια περιοχή

világszervezet

οργάνωση◼◼◼

παγκόσμιος◼◼◼

οργανισμός◼◼◼

διάταξη◼◻◻

διοργάνωση

vízi szervezet

υδρόβιος οργανισμός◼◼◼

vízvezeték

υδραυλικά◼◼◼

σωλήνας◼◼◻

αγωγός◼◻◻

σωλήνα◼◻◻

υδαταγωγός

υδραγωγείο/υδαταγωγός

vízvezeték szerelő

υδραυλικός

vízvezeték-szerelő

υδραυλικός

vízvezetékszerelő

υδραυλικός

wireless / vezetéknélküli

ασύρματη σύνδεση

456

Sökhistorik