Ungersk-Grekisk ordbok »

ipar betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
építőipari berendezés

κατασκευαστικός εξοπλισμός/μηχανήματα εργοταξίου

épületlakatosipar

βιομηχανία (κλάδος) χυτηρίων σιδήρου

erdészeti ipar

δασική βιομηχανία

felhagyott ipari terület

εγκαταλειμμένος βιομηχανικός χώρος

εγκαταλελειμμένες βιομηχανικές εκτάσεις

fémtömegcikk-ipar

βιομηχανία (κλάδος) προϊόντων μετάλλου

gyógyszeripar

φαρμακοβιομηχανία◼◼◼

φαρμακευτική βιομηχανία◼◼◻

βιομηχανία φαρμακευτικής

gyógyszeripari

φαρμακευτικός◼◼◼

hajóipar

ναυτιλιακές επιχειρήσεις

halászati ipar

τομέας της αλιείας/αλιευτική βιομηχανία

hűtőipar

ψυκτική βιομηχανία

információtechnológiai ipar

βιομηχανία (κλάδος) της τεχνολογίας πληροφοριών

italgyártó ipar

βιομηχανία ποτών

italipar

βιομηχανία ποτών

kerámiaipar

κεραμική βιομηχανία◼◼◼

kézműipar

επιχείρηση (κλάδος) χειροτεχνίας

kisipar

βιοτεχνία

kitermelőipar

εξορυκτική βιομηχανία

kohászati ipar

μεταλλουργική βιομηχανία/κλάδος της μεταλλουργίας

kommunikációs ipar

βιομηχανία των επικοινωνιών

kőolajipar

βιομηχανία πετρελαίου/πετρελαϊκή βιομηχανία

környezeti ipar

περιβαλλοντική βιομηχανία

kozmetikai ipar

βιομηχανία καλλυντικών◼◼◼

mezőgazdasági ipar

γεωργική βιομηχανία

γεωργοβιομηχανία

γεωργοβιομηχανία/γεωργική βιομηχανία

műszeripar

βιομηχανία κατασκευής μηχανολογικού εξοπλισμού

olajipar

βιομηχανία λαδιού

papíripar

χαρτοβιομηχανία◼◼◼

petrolkémiai ipar

πετροχημική βιομηχανία◼◼◼

ruhaipar

βιομηχανία ιματισμού/κλάδος ένδυσης

szállodaipar

ξενοδοχειακός κλάδος

szénipar

βιομηχανία (του) άνθρακα◼◼◼

szórakoztatóipar

τομέας ψυχαγωγίας

szőrmeipar

κατασκευή γουνοδερμάτων/γουνοδέρματα

tejipar

γαλακτοβιομηχανία◼◼◼

textilipar

κλωστοϋφαντουργία◼◼◼

újrahasznosítási ipar

κλάδος εγγειοβελτιωτικών έργων

1234

Sökhistorik