Ungersk-Grekisk ordbok »

biztos betyder på grekiska

UngerskaGrekiska
biztos

πρέπει◼◼◼

επίτροπος◼◼◻

δικαίωμα◼◼◻

ασφάλεια◼◼◻

υποχρέωση◼◻◻

βέβαιος◼◻◻

δίκαιο◼◻◻

ασφαλής◼◻◻

απευθείας◼◻◻

αναγκαιότητα

προς τα δεξιά

σίγουρος

σταθερός

σωστά

(melléknév) σίγουρος-η-ο, βέβαιος-η-ο, (határozószó) σίγουρα

άκακος

αβλαβής

αδιαμφισβήτητος

ακίνδυνος

αλάθητος

ορθός

στερεός

biztos benne?

είσαι σίγουρος / σίγουρη;

biztos vmiben

βέβαιος-η/α-ο

σίγουρος (-η-ο)

biztosan

πρέπει◼◼◼

ασφαλώς◼◼◻

οπωσδήποτε◼◻◻

βεβαίως◼◻◻

βέβαια◼◻◻

σίγουρος◼◻◻

biztosít

εγγύηση◼◼◼

τύπος◼◼◻

βεβαιώνω◼◻◻

διαβεβαιώνω

παρέχω

biztosított

ασφαλιζόμενος◼◼◼

biztosítás

ασφάλιση (ασφάλεια)◼◼◼

ασφάλεια◼◼◼

κάλυψη◼◼◼

12