Magyar-Görög szótár »

vezet görögül

MagyarGörög
övezet

έκταση◼◻◻

τομέας◼◻◻

petevezeték

σάλπιγγα◼◼◼

ωαγωγός

politikai szervezet

πολιτική οργάνωση◼◼◼

segélyszervezeti bolt

φιλανθρωπικό μαγαζί με μεταχειρισμένα είδη

sikerült a vezetői vizsgád?

έχετε περάσει τις εξετάσεις οδήγησης;

szakaszvezető

λοχίας

szakszervezet

συνδικάτο◼◼◼

σωματείο◼◼◻

συντεχνία◼◻◻

εργατικό σωματείο/συνδικαλιστική οργάνωση

szervezet

οργάνωση◼◼◼

οργάνωση (η, tsz. -εις)◼◼◼

φορέας◼◼◼

επιχείρηση◼◼◻

λειτουργία◼◼◻

δομή◼◼◻

όργανο◼◼◻

πράξη◼◼◻

διάταξη◼◼◻

διάρθρωση◼◼◻

σώμα◼◼◻

διοργάνωση◼◻◻

κύκλος◼◻◻

επέμβαση◼◻◻

κορμός

szervezet (jog)

οργανισμός◼◼◼

οργανισμός (νομικός όρος)◼◼◼

szervezetek jogi formája

νομική μορφή (των) οργανισμών

szervezetek véletlenszerű kibocsátása

τυχαία ελευθέρωση οργανισμών

szervezett

οργανωμένος◼◼◼

szervezettség

οργάνωση◼◼◼

tanulóvezető

μαθητής οδήγησης

tengeri szervezet/organizmus

θαλάσσιος οργανισμός

természetvédelmi szervezet

οργανισμός (οργάνωση) για τη διατήρηση της φύσης

tervezet

σχέδιο◼◼◼

διάταξη◼◻◻

συνδυασμός

σχεδιάζω

3456