Magyar-Görög szótár »

ver görögül

MagyarGörög
tűzfegyver

πυροβόλο όπλο◼◼◼

Universal Serial Bus

ενιαίος σειριακός δίαυλος

univerzális

καθολικός◼◼◼

παγκόσμιος◼◼◻

univerzalitás

καθολικότητα◼◼◼

univerzum

κόσμος

σύμπαν

unokatestvér

εξάδελφος◼◼◼

πρώτος◼◼◻

ανιψιά◼◻◻

ξάδελφος◼◻◻

ξάδερφος◼◻◻

καλοκαίρι

ξαδέλφη

ξαδέρφη

ξάδερφος / ξαδέρφη

üt, megver

χτυπάω

van fiú vagy lánytestvéred?

έχεις αδέρφια;

van kedved bejönni egy kávéra?

θέλεις να έρθεις μέσα για ένα καφέ;

vegyi fegyver

χημικό όπλο

visszaverődés

ανάκλαση◼◼◼

visszaverodés-mérés

ανακλασιμετρία

vörös vércse

βραχοκιρκίνεζο

βραχοκιρκίνεζο (brachokirkínezo)

vörösvérsejt

ερυθροκύτταρο

vörösvértest

ερυθροκύτταρο

789