Magyar-Görög szótár »

szeret jelentése görögül

MagyarGörög
szeret

ως◼◼◼

όπως◼◼◼

προτίμηση◼◼◻

αγαπώ◼◻◻

αγαπώ (ağapó)◼◻◻

θέλω◼◻◻

αγάπη

Αγαπάω

αρέσκομαι (aréskomai)

αρέσω

μ'αρέσει

μου αρέσει

προτιμώ (protimó)

σαν

συμπαθώ

όμοιος

szereted a(z) ...?

σου αρέσει/αρέσουν ...;

szereted a lencsét?

σ’ αρέσουν οι φακές; (üveg) ο φακός:

szeretek utazni

ευχαριστιέμαι τα ταξίδια

szeretem a(z) ...

μου αρέσει ...

szeretem a barna színt

μου αρέσει το καφέ χρώμα, (napozástól) μαύρος (-η-ο)

szeretem nézni a focit

μου αρέσει να βλέπω ποδόσφαιρο

szeretem veled tölteni az időt

μου αρέσει να περνάω χρόνο μαζί σου

szeretet

έρωτας

αγάπη

αγάπη (agápi)

αγαπώ

πάθηση

στοργή

szeretett

αγαπημένος

szeretettel,

με αγάπη,

szeretjük egymást

αγαπιόμαστε

szeretkezik

γαμάω

γαμώ

κάνω έρωτα

πηδάω

συνουσιάζομαι

szeretlek

σ' αγαπώ (s' agapó)

σε αγαπώ (se agapó)

σ’ αγαπάω

12